καταστεφής

καταστεφής
καταστεφής, -ές (Α)
1. αυτός που φορεί στεφάνι στο κεφάλι, ο στεφανωμένος
2. (για κλάδο ικετηρίας ράβδου) στεφανωμένος με έριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -στεφής (< στέφος), πρβλ. επι-στεφής, περι-στεφής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καταστεφής — crowned masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστεφῆ — καταστεφής crowned neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) καταστεφής crowned masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) καταστεφής crowned masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστεφεῖς — καταστεφής crowned masc/fem acc pl καταστεφής crowned masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστεφέες — καταστεφής crowned masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”